σκωληκοτροφός

σκωληκοτροφός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκωληκοτροφός" в других словарях:

  • σκωληκοτρόφος — ο, Ν αυτός που καλλιεργεί μεταξοσκώληκες, σηροτρόφος, βομβυκοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοτροφείο — το, Ν οίκημα όπου εκτρέφονται μεταξοσκώληκες, βομβυκοτροφείο, σηροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σκωληκοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»