σκωληκοτροφός
Смотреть что такое "σκωληκοτροφός" в других словарях:
σκωληκοτρόφος — ο, Ν αυτός που καλλιεργεί μεταξοσκώληκες, σηροτρόφος, βομβυκοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
σκωληκοτροφείο — το, Ν οίκημα όπου εκτρέφονται μεταξοσκώληκες, βομβυκοτροφείο, σηροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σκωληκοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek